ὀφιόνεος

ὀφιόνεος
ὀφῐό-νεος, η, ον, ([etym.] ὄφις)
A of, belonging to, or like a serpent, Opp.C. 2.237, 3.436 [where [pron. full] ].

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οφιόνεος — ὀφιόνεος, έη, ον (Α) αυτός που ανήκει σε φίδι ή αυτός που μοιάζει με φίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. ὀφιο τών σύνθ. τού ὄφις, ιος κατ επίδραση τού επιθ. γοργόνε(ι)ος. Η άποψη ότι πρόκειται για διαφοροποιημένο τ. σε ι ινεος είναι… …   Dictionary of Greek

  • ὀφιονέων — ὀφιόνεος of fem gen pl ὀφιόνεος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφιονέως — ὀφιόνεος of adverbial ὀφιόνεος of masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφιόνεον — ὀφιόνεος of masc acc sg ὀφιόνεος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφιονέη — ὀφιόνεος of fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφιονέα — ὀφιονέᾱ , ὀφιόνεος of fem nom/voc/acc dual ὀφιονέᾱ , ὀφιόνεος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφιονέας — ὀφιονέᾱς , ὀφιόνεος of fem acc pl ὀφιονέᾱς , ὀφιόνεος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όφις — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από 74 αστέρες. Ο λαμπρότερος του αστέρας είναι ο Α της κεφαλής του και είναι τρίτου μεγέθους (2,7). * * * ο (ΑΜ ὄφις, εως, Α ποιητ. γεν. ὄφεος, δωρ. και ιων. γεν. ὄφιος) 1. φίδι 2. ως κύριο όν. ο Όφις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”